- μεθεκτός
- μεθεκτός, -ή, -όν (ΑM) [μετέχω]1. (για τις πλατωνικές ιδέες) α) αυτός στον οποίο μετέχει ή μπορεί να μετέχει κανείςβ) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί εύκολα, ο ευμετάδοτος(α. «δοκεῑ πᾱσα ἰδέα εἶναι μεθεκτή» β. «ο μεθεκτὸς θεός», Δαμάσκ.)2. αυτός που μετέχει σε κάτι, μέτοχος.επίρρ...μεθεκτῶς (ΑM)με τρόπο μεθεκτό, με μέθεξη, με συμμετοχή («μεθεκτῶς δὲ τὴν ἐκ θεοῡ τοῡ ἀμεθέκτου προϊοῡσαν δύναμιν», Γρηγ. Θεοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεθ-εκτός < μετ-έχω, λόγω τής δασύτητας τού αρχ. φωνήεντος τού παραγώγου ἑκτός (πρβλ. και μέλλ. μεθ-έξω)].
Dictionary of Greek. 2013.